μόμπιλε (το)
το έπιπλο ή σκεύος ή άλλο πράγμα που μετακινείται ή μεταφέρεται εύκολα, χωρίς διάκριση, μοντέρνο ή παλιό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μόμπιλε /τὸ/ (Ἰ. mobile) = κινητὸν πρᾶγμα, ἔπιπλον ἥ σκεῦος μετακομίσιμον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη