μιτζίτικος (ο)
ο φούρνος που ψήνει επ΄ αμοιβή, σε είδος ή σε χρήμα. Την ευθύνη του φούρνου την είχε συνήθως γυναίκα, η φουρνάρισσα, που ειδοποιούσε τους πελάτες της (τη νύχτα) με τον κόρνο. (Τουρκ. μιτζίτι = νόμισμα – σιμιτζής = ο πωλών σιμίτια (=μαλακά κουλούρια).