μιστρί (τό) 04 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 μιστρί (τό); ἐργαλεῖο γιά τήν ἐπίστρωση τοῦ κονιάματος, (ΑΡΧ. μυστρίον).