μηνίπως
μήπως και …, μη τυχόν και …. “Μηνίπως και σε πρόσβαλε κανείς, καθώς ερχόσουν;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μ(η)νίπως = μήπως, μὴ τυχόν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μηνίπως = μήπως, μή τυχόν, μή τυχόν μᾶς εἶδαν, μηνίπως μᾶς εἶδαν;
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής