Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μ(η)λοπονάω

Μ(η)λοπονάω (μέλος, μηλίζω, μώλωψ – πονέω -ῶ) = αἰσθάνομαι τοπικὸν ἄλγος ἐξ ἐσωτερικῆς αἰτίας ἢ κακώσεως.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.