Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μι(ε)σόκοπος (ο)

ο μέσης ηλικίας άνθρωπος. (μιεσόκοπος – μισόποκος)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μισόκοπος -η -ο (ἥμισυ-κόπτω) = μεσῆλιξ, μεταξὺ νεότητος καὶ γήρατος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.