μετζάς (ο)
το μεγάλο εσωτερικό δωμάτιο του ισογείου, η είσοδος του σπιτιού, το σαλίτζο της εισόδου, κατοικήσιμο κατώγι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μετζᾶς /ὁ/ (Ἰ. mezzo, Ἀ. Τ. μενδζᾶ) = ἡ εἴσοδος τοῦ σπιτιοῦ, τὸ χώλλ, ἐσωτερικὸν δωμάτιον τοῦ ἰσογείου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μετζάς (ὁ): μεγάλο ἐσωτερικό (μεσαῖο) δωμάτιο ἰσογείου.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου