μεταξόσητα (η)
η ψιλή σήτα που έχει πολύ πυκνό μαγνάδι. Λέγεται και σήτα πυκνάδα.
Δημ. τραγ.: “Σήτα μου μεταξόσητα / σήτισε και ξεσήτισε / της νύφης το προζύμι …”
Σε καταμέτρηση περιουσίας του 1728 βρίσκομε: “σήτα πυκνάδα μία και σήτα παλιά, αριά μία”
φράση: “Έχει να περάσει από πολλές σήτες, ώσπου να τακτοποιηθεί” – “Αυτού .. είναι ψηλές σήτες”, λέμε για τους ακατάδεχτους και σχολαστικούς.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μεταξόσ(η)τα /ἡ/ (μέταξα-σήθω) = μεταξίνη σίτα, κρισάρα ἀπὸ μετάξι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης