μεσοφούντι (το)
ο μεσότοιχος, ο τοίχος που είναι κοινός σε δύο σπίτια. “Είμαστε μ΄σοφούντι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
μεσοφούντι: ὁ μεσότοιχος ὁ κοινός σέ δύο σπίτια, (ΙΤ. mezzo-fondare).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου