μερμ(η)ρία 18 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μερμ(η)ρία /ἡ/ (μερμηρίζω) = μέριμνα, φροντίς, ἀνησυχία, ἀγανάκτησις.