Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μερετάρω -ρει

αξίζει, πρέπει, ταιριάζει. Λέμε για κάποιον ή κάποια που παντρεύτηκε καλά. “Δεν το ΄πρεπε και δεν του μερετάριζε” κλπ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μερετάρω (Ἰ. meritare) = ἀνταμείβω, βραβεύω, εὐεργετῶ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.