μερετάρω -ρει
αξίζει, πρέπει, ταιριάζει. Λέμε για κάποιον ή κάποια που παντρεύτηκε καλά. “Δεν το ΄πρεπε και δεν του μερετάριζε” κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μερετάρω (Ἰ. meritare) = ἀνταμείβω, βραβεύω, εὐεργετῶ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης