μερεμέτι -ια
στις οικοδομικές κατασκευές και στα σπίτια = μικροεπισκευές, μικροεπιδιορθώσεις, μικροδουλειές. “Έχω κάτι μερεμέτια ακόμα να κάμω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
μερεμέτι (τό): μικροεπισκευή στά σπίτια, (Τ. meremet).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Μικροεπισκευές, μικροεπιδιορθώσεις, σε σπίτια κυρίως. Είναι το ίδιο το τουρκικό meremer, επισκευή. Το ρήμα είναι μερεμετίζω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης