μελεούνι (το)
μεγάλο πλήθος ανθρώπων ή ζώων, εκατομμύριο.
φράση: “Επέσανε τα πουλιά μελεούνια και τρώνε τις ελιές” – “Ήτανε κόσμος πολύς, νάααα μελεούνια …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μελεοῦνι /τὸ/ (Ἰ. milione, Ἀλ. μιλjιοῦνι) = ἑκατομμύριον, πλῆθος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης