με έπιασε τ’αμάξι
«(Με) έπιασε τ’αμάξι»: (πιάνω, αρχ. ρ. πιάζω, παράλλ. του πιέζω) = με ζάλισε, με «ανακάτεψε», μου προξένησε τάση για εμετό, ναυτία.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
«(Με) έπιασε τ’αμάξι»: (πιάνω, αρχ. ρ. πιάζω, παράλλ. του πιέζω) = με ζάλισε, με «ανακάτεψε», μου προξένησε τάση για εμετό, ναυτία.