μαζαράκα (η)
πρόχειρο δοχείο για άντληση νερού, για το πότισμα περιβολιών κυρίως. Είναι φτιαγμένη από γίδινο δέρμα με ξύλο κόθρο (στεφάνη) ολόγυρα στο στόμιο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαζαράκα /ἡ/ (Ἰ. mazzerare) = δοχεῖον ἀντλήσεως ὕδατος ἐξ ἀκατεργάστου αἰγείου δέρματος μὲ ξυλίνην στεφάνην περὶ τὸ στόμιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης