μάζα (η)
θάμνος με ακανθώδη φύλλα, πουρνάρι. Είναι η αγαπημένη τροφή των γιδιών. Χρησιμοποιείται για τη φωτιά των χωρικών το χειμώνα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μᾶζα /ἡ/ (ὁμάς, Ἰ. mazzo, Γαλ. masse) = θάμνος πυκνὸς δασσόφυλλος (πουρνάρια, σχοιναριά, μυρτιὰ κ.τ.ὅ.).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης