ματίζω
μεγαλώνω το μήκος ενός πράγματος προσθέτοντας όμοια ή άλλα κομμάτια. “Μάτιασα το ύφασμα” = “θέλει μάτιαση το σκοινί”, ουσ. μάτιση, κάνω μάτιση κομπιάζω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ματίζω = ἁμματίζω, συνδέω μονίμως, συνάπτω, συναρμόζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ματίζω: ἐπαυξάνω τό μῆκος δοκοῦ μέ τήν προσθήκη προεκτάματος, συναρμόζω, (ΑΡΧ. ἁμματίζω).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
ΑΝΤΩΝΗΣ -
…Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πώς να το ματίσω;
κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία…
N. Καββαδίας