μάτι (το)
ο οφθαλμός, το βάσκαμα, το κενό που αφήνουν στα δίχτυα τα νήματα τους, το μάτι του φυτού, το μπουμπούκι.
φράση: “έσκασε το μάτι”, δηλ. έτοιμο να ρίξει φύλλα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μάτι /τὸ/ (ὀμμάτιον) = ὀφθαλμός, βασκανεία, τὸ ἐνδιάκενον τῶν νημάτων δικτύου, ὀφθαλμὸς ἐκβλαστήσεως φυτῶν, ἐμβόλιον φυτῶν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης