Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μάτι (το)

ο οφθαλμός, το βάσκαμα, το κενό που αφήνουν στα δίχτυα τα νήματα τους, το μάτι του φυτού, το μπουμπούκι.
φράση: “έσκασε το μάτι”, δηλ. έτοιμο να ρίξει φύλλα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μάτι /τὸ/ (ὀμμάτιον) = ὀφθαλμός, βασκανεία, τὸ ἐνδιάκενον τῶν νημάτων δικτύου, ὀφθαλμὸς ἐκβλαστήσεως φυτῶν, ἐμβόλιον φυτῶν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.