Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ματέρι (τό)

Ματέρι /τὸ/ (Ἰ. materia) = παχεῖα δοκὸς πρὸς στήριξιν ἢ ὑποβάστασιν δαπέδου ἢ στέγης, μαδέρι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ματέρι (τό): ὕλη δομική, δοκός, (ΙΤ. materia).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου


Ματέρια = τετραγωνισμένα χονδρά σκληρά καί ἴσια ξύλα γιά τό στήριγμα τῆς σκεπῆς.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.