Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαστραπάς (ο)

μικρό δοχείο επιτραπέζιο για να βάνουν πόσιμο νερό και σπανιότερα, κρασί στο τραπέζι. Έχει ευρύ και μυτερό στόμιο, καθώς και χειρολαβή. Με το μαστραπά κερνούσαν στα ποτήρια και συχνά έπιναν απ΄ αυτόν. Οι μαστραπάδες είναι διαφόρων μεγεθών και ποιοτήτων με κοινό χαρακτηριστικό το ομοιόσχημο. Ήταν, λοιπόν, πήλινοι, γυάλινοι και χάλκινοι. Τους μαστραπάδες τους τοποθετούσαν στο τραπέζι της σάλας του φαγητού, πάνω στον κομμό, δίπλα στο τζάκι ή στο πέρβολο και πάνα σκεπασμένο με μικρό πετσετάκι.  Πήλινους μαστραπάδες έφερναν στη Λευκάδα από την Κεφαλλονιά, την Κέρκυρα και την Ιταλία (Αγκόνα).
Σε καταγραφή του 1722 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Μαστραπάδες αγκονέικους δύο”.
φράση: “Είσαι καλός μαστραπάς κ έλόγου σου”, δηλ. είσαι “καλό αγγειό“.
Παροιμία: “Τον μαστραπά τον έσπασες, κρασί τι μου γυρεύεις;”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαστραπᾶς /ὁ/ (Ἀ. Τ. μαshραbὰ) = πρόχους, δοχεῖον ἐπιτραπεζίου χρήσεως μὲ εὐρὺ στόμιον καὶ μίαν λαβὴν δι’ ὕδωρ ἢ οἶνον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.