μασ(σ)ουρέτα (η)
σύνεργο βοηθητικό στο πλέξιμο των νοικοκυρών: μια θήκη χαρτονένια ντυμένη με πανί που, κατά το πλέξιμο, τη στερέωναν στο μαργέλι (ζώνη) της ποδιάς.
Στη μασουρέτα στερεώνονταν η μια από τις δυο βελόνες του πλεξίματος. Κάτι ανάλογο με το ροκόξυλο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μασσουρέτα /ἡ/ (Ἀ. Π. Τ. μασοὺρ) = θήκη ἐκ δύο φύλλων χαρτονίου ἐπενδεδυμένων δι’ ὑφάσματος καὶ στερεουμένη εἰς τὴν ζώνην (τῆς φούστας ἢ τῆς ποδιᾶς) διὰ τῆς ὁποίας συγκρατεῖται ἡ μία ἐκ τῶν δύο βελονῶν τοῦ πλεξίματος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης