μασαλάς (ο)
φωτεινό σένιο (σημάδι) πάνω σε σκάρα στηριγμένη σε κοντό με γνωστή σημασία μεταξύ των πλοίων ανοιχτής θάλασσας. Ο μασαλάς ήταν στουπί τυλιγμένο με πετρέλαιο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μασαλᾶς /ὁ/ (Ἀλ. μάς-ά-λὰ) = φωτεινὸν σῆμα προδεδηλωμένης ἐννοίας μεταξὺ ἀπεχόντων ναυτιλλομένων διὰ πετρελαιοβρέκτου στυπίου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης