μασά (η)
η τσιμπίδα για τα κάρβουνα της φωτιάς, η μεγάλη τσιμπίδα του σιδηρουργού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μασὰ /ἡ/ (Τ. μασhὰ) = λαβίς, πυράγρα, τσιμπίδα σιδηρουργοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
η τσιμπίδα για τα κάρβουνα της φωτιάς, η μεγάλη τσιμπίδα του σιδηρουργού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μασὰ /ἡ/ (Τ. μασhὰ) = λαβίς, πυράγρα, τσιμπίδα σιδηρουργοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης