Μαρτιάκος (ο)
σπορά με σπόρο ανάμεικτο, σιταριού-κριθαριού, που γινόταν στα ορεινά χωριά του νησιού, όψιμα, όπως π.χ. στην Εγκλουβή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαρτιᾶκος /ὁ/ = τοπικὴ ποικιλία «σμιγοῦ» τοῦ χωρίου Ἐγκλουβὴ σπειρομένη κατὰ Μάρτιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μαρτιάκο § εἶδ. κριθῆς διὰ τροφὴν οὐ μόνον ἵππων, ὥς τινες ὑπέλαβον (Γαζ. λεξικ. ἐν λ. Ὀλύρα), ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων.
Σημ. Ἐκλ. οὕτω τοῦ μηνὸς Μαρτίου, καθ᾿ ὃν σπείρεται, οἷον εἰπεῖν γέννημα Μαρτιακόν. Ἀνώνυμός τις ἀνέκδοτος μεταφραστὴς τοῦ Ὁμήρου παρ᾿ ἡμῖν τυγχάνων μεταγράζει τὸ ὀλύρας διὰ τοῦ μαρτιάκους. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου