μαρμάζω
θεραπεύω πρήσμα, ανακουφίζω κάποιον που υποφέρει από φλεγμονή, βάνοντας του επάνω θεραπευτικά σκευάσματα, καταπλάσματα λαϊκής ιατρικής.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαρμάζω (φαρμάσσω) = καταστέλλω φλεγμονὴν ἢ ἀνακουφίζω τραυματικὸν ἐρεθισμὸν δι’ ἐπιθέσεως φαρμάκου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης