μαργώνω
ξεπαγιάζω απ΄ το κρύο, μουδιάζω
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαργώνω (Λ. mergo, Ἰ. mergare;) = πραΰνω, καταστέλλω τὸν πόνον, μουδιάζω ἀπὸ ψῦξιν, ξεπαγιάζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μαργόνω οὐδ. Ἀναισθητῶ, μαζουριάζω, ῥιγόω. Π. ἐμάργωσαν τὰ χέρια μου. – τούτ’ ἡ γάτα, ποὺ μαργόνει, ὅλο ποντικοὺς μαζόνει. (Παροιμ. 12).
Σημ. Αὐτὸ τὸ ἀρχ. μαργόω.
Μαργόνω § ῥιγόω. Π. ἐμάργωσαν τὰ χέρια μου.
Σημ. Οὕτω λ. καὶ οἱ Μήλιοι (ἐφ. Φιλομ. ἀρ. 792) καὶ οἱ Ἠπειρῶται (Κρομμ. ἐν λ.)· δέν μοι φαίνεται παραγόμενον ἐκ τοῦ ἀρχ. μαργόω, διότι ἡ σημασία αὐτοῦ εἶνε πολὺ διάφορος. Πιθανώτερον ἐκ τοῦ ναρκόω, καθότι μαργωτῆρα λέγ. εἰς πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος τὴν νάρκην (Βυζ. ἐν λ.) καὶ οἱ Μήλιοι μαργόνειν λέγ. τὸ ὑπὸ τοῦ ψύχους ἀποναρκοῦσθαι (ἔνθ᾿ ἀνωτ.). Ἡ δὲ τροπὴ τοῦ κ εἰς γ ἐγένετο κατὰ τὰ κναφεύς, γναφεύς, τοῦ δὲ ν εἰς μ διὰ τὸ συγγενές.