Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαράσκι -ια (το)

ποικιλία δαμάσκηνου, μικρού μεγέθους.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαράσκια, μαρασκιά ( το δέντρο). Ποικιλία μικρών κερασιών, παραλλαγή “μαράσκα” κερασιάς.
Από την ιταλική λέξη maraschino (Κριαράς). Εκτός από τον γνωστό καρπό της μαρασκιάς, “ηδύποτο παρασκευαζόμενου δια ζυμώσεως των καρπών του εν Δαλματία αυτοφυούς φυτού κέρασος το μαρασκίνον” (Δημητράκος). Ο Λάζαρης δεν το έχει.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Μαράσκια = βύσσινα, μαρασκιά = βυσσινιά.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.