μαράσκι -ια (το)
ποικιλία δαμάσκηνου, μικρού μεγέθους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαράσκια, μαρασκιά ( το δέντρο). Ποικιλία μικρών κερασιών, παραλλαγή “μαράσκα” κερασιάς.
Από την ιταλική λέξη maraschino (Κριαράς). Εκτός από τον γνωστό καρπό της μαρασκιάς, “ηδύποτο παρασκευαζόμενου δια ζυμώσεως των καρπών του εν Δαλματία αυτοφυούς φυτού κέρασος το μαρασκίνον” (Δημητράκος). Ο Λάζαρης δεν το έχει.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μαράσκια = βύσσινα, μαρασκιά = βυσσινιά.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής