Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαραγκούδι (το)

τα πολύ ώριμα και μελόγλυκα σύκα. “Πάμε να μάσωμε μαραγκούδια;” φράση των παιδιών. Σε μερικά χωριά το λένε μαργκούλα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαραγκοῦδ(ι) /τὸ/ (μαραίνω, μάρη) = ὑπερώριμον σῦκον ποὺ ἀρχίζει νὰ ζαρώνῃ.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Μαραγκάδι. Λέμε έτσι το υπερώριμο σύκο, το μαραγκιασμένο. η ετυμολογία του εύκολη από το μαραίνομαι Στην Καρυά εμείς δεν το λέμε μαραγκούδι (Λάζαρης – Κοντομίχης), αλλά μαραγκάδι. Στο σημείο αυτό έγκειται η (μικρή έστω) ιδιωματική διαφορά. Μαζώνουμε από τη συκιά τα μαραγκάδια, τα παραγινομένα σύκα, που έχουν προς το τέλος της εποχής παραμείνει στο δέντρο. Ανάλογο γίνεται και με τα τσαμπιά των σταφυλιών.
Ο Ανδριώτης προτιμά τη λέξη με δυο -γγ- και το ετυμολογεί: μαραντιάζω, από το μαραίνω. Ο κριαράς με -γκ.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


βλ. και μαραγκούλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.