Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μάρα (η)

ο καημός, το μαράζι. φράση: “Το ΄χω μάρα και καημό” – “Το ΄χω μάρα και καημό να σε ιδώ κι εσένα καλοντυμένονε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μάρα /ἡ/ (μαραίνω, μάρη, Α. Τ. μαρὰζ) = μαρασμός, μαράζι, αἰτία ἀδημονίας: «μάρα τὤχω νὰ σὲ ἰδῶ παντρεμένη».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μάρα = καϋμός, καϋμό εἶχα νά σέ δῶ (μάρα εἶχα νά σέ δῶ).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.