μάρα (η)
ο καημός, το μαράζι. φράση: “Το ΄χω μάρα και καημό” – “Το ΄χω μάρα και καημό να σε ιδώ κι εσένα καλοντυμένονε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μάρα /ἡ/ (μαραίνω, μάρη, Α. Τ. μαρὰζ) = μαρασμός, μαράζι, αἰτία ἀδημονίας: «μάρα τὤχω νὰ σὲ ἰδῶ παντρεμένη».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μάρα = καϋμός, καϋμό εἶχα νά σέ δῶ (μάρα εἶχα νά σέ δῶ).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής