μάντ(ι)ς 18 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μάντις (μὴ δὴ) = μὴ τάχα, μὴν ἄραγε, μήπως τοὐλάχιστον. «μάντις καὶ τὸν εἴδαμε καθόλου;».