μαντενούτα (η)
η ερωτευμένη που συντηρείται από τον εραστή της. (ιτ. mentenuta).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ο Παναγιώτης Ματαφιάς στο Ἁπ΄ τον Αη Μηνά ίσαμε τον Πόντε” το αναφέρει ως “μαντενούντα”
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε