μαντενιμέντο (το)
η φαγούρα, δηλ. τα βασικά τρόφιμα του σπιτιού, κυρίως λάδι, σιτάρι, όσπρια, ένας τάλαρος τυρί και ένας τενεκές αρμυροσαρδέλες. Σε χειρόγραφο γιατροσόφι του 1745 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) συναντάμε: “από πρότι γεναρίου έος την σήμερον εξόδιασα δια μαντενιμέντο, ήγουν δια φαγούρα, λ. 860” (ιτ. mantenimento)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαντενιμέντο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. mantenimento) = συντήρησις, ὑποστήριξις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης