μανός -ή -ό
νωθρός, αργοκίνητος, ακαμάτης. Λέγεται για ανθρώπους και ζώα.
Βαλαωρ. Φωτεινός άσμα Α΄: “και μένει πάντα ζωντανό ή ρώδι φάγ΄η βρίζα / αυτό το βόδι μανό, π΄όπου βαθειά ρουχνίζει / … και που το κράζουνε Λαό:”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μανὸς -ὴ -ὸ (μανὸς) = βραδυκίνητος, βραδύνους, ἀδρανής, χαῦνος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μανός, § ἀδρανής, ὀκνηρός.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου