Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μανόγαλα (το)

μείγμα γάλακτος από μάνα και κόρη. Τυχαίνει να βυζαίνει μωρό η μάνα και η κόρη της συγχρόνως. Σ΄ αυτή την περίπτωση έσμιγαν τα δυο γάλατα κι έκαναν μανόγαλα, μείγμα “θαυματουργό για την αγάπη”. Ένας νέος, πχ,  που ήθελε να προκαλέσει τον έρωτα μια κοπέλας, της έστελνε μανόγαλα ζυμωμένο με κουλουράκια, παξιμάδια κλπ, χωρίς φυσικά να ξέρει τίποτα εκείνη – με κάποιον “μεσάζοντα”: “Να σε φιλέψω ένα κουλουράκι;”. Κι η κοπέλα το ΄τρωγε ¨κι αγάπαγε το νέο”. Γινόταν όμως και το αντίστροφο από τη μεριά της νέας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.