Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μανιέλα

Μανιέλα /ἡ/ (Ἰ. manela) = μοχλός, στήριγμα, οἴαξ, λαγουδέρα, χειρόξυλον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


μανιέλλα: μοχλός, στήριγμα, οἴαξ, λαγουδέρα, χειρόξυλο,  (ΙΤ: manuale).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.