Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μάγγανος (ο)

ξύλινο σύνεργο των γεωργών με το οποίο κατεργάζονται το λινάρι – σε πρώτη φάση- ώστε να απαλλάσσεται από το ξυλώδες μέρος του αποξηραμένου στελέχους (καλαμιές).

Αποτελείται από δύο μέρη ξύλινα από κορμό δέντρινο, δρύινο. Στο μέσα μέρος τους είναι αυλακωτά, εναλλάξ, έτσι που σχηματίζουν δόντια και ανοιγοκλείνουν ψαλιδωτά. Τα δυο μέρη συνδέονται -και συναρτώνται- με σκληρό ξύλινο άξονα στο κάτω μέρος του. Το απάνω μέρος είναι κινητό και λέγεται αγ΄πανάρι, το κάτω μένει ακίνητο (ακουμπισμένο συνήθως σε έναν τοίχο) και λέγεται απ΄κατάρι. Ανάμεσα στα δύο τοποθετούν το χερόβολο του λιναριού και το τσακίζουν με αλλεπάλληλα βροντώδη χτυπήματα του κινητού μέρους.

μεταφορικές φράσεις: “Πάλε Γιάννη μάγγανο; …”, δηλ πάλι τα ίδια, πάλι θα μας ανησυχήσεις μεσημεριάτικα;
– “Που θα πας, θα σε τσακίσει ο μάγγανος”, δηλ. η δικαιοσύνη.
παροιμία: “κάλλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγγανα (=φαγωμάρες) στ΄ αλώνι”.

Λέξεις: μαγγανίζω, μαγγάνισμα, μαγγανίστρα, μαγγανιστής.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μάγγανος /ὁ/ (μάγγανον, Ἰ. mangano) = ξύλινον ἐργαλεῖον κατεργασίας τοῦ λιναριοῦ πρὸς ἀποβολὴν τοῦ ξυλώδους στελέχους.

(σύγκειται ἐκ δύο ἡμιμορίων κορμοῦ ἀντιστοίχως αὐλακωτῶν κατὰ τὰς ἔσω ἐπιφανείας καὶ ἀνοιγοκλειομένων ἐν εἴδει ψαλλίδος τῇ βοηθείᾳ ἐγκαρσίου ἄξονος δι᾿ οὗ συνδέονται κατὰ τὸ κάτω ἄκρον).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μάγγανος = διπλό αὐλακωτό ξύλινο ἐργαλεῖο μέ συνδετῆρα στό κάτω μέρος.

Ἀνοιγοκλείνοντας τό ἕνα ἐξάρτημα μέ τήν χειρολαβή ποὔχει στό πάνω μέρος, συνθλίβεται τό λινάρι καί ἐξάγονται οἱ κλωστές αὐτοῦ.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.