Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μανάλι (το)

μεγάλη λαμπάδα ή ξύλινος κοντός με κερί ή καντήλι στην κορυφή, που χρησιμεύει για συνοδεία του ιερέα κατά την έξοδό του από το ιερό στον κυρίως ναό, αλλά και κατά την είσοδο του σ΄ αυτό. Επίσης τα μανάλια τα χρησιμοποιούν σε λιτανείες και άλλες ιερουργίες.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μανάλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. manuale) = λαμπαδηφόρος κοντὸς (πρὸς συνοδείαν τῶν ἱερέων κατὰ τὰς ἐν τῷ ναῷ εἰσόδους καὶ ἐξόδους ὡς καὶ κατὰ τὰς λιτανείας).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


μανουάλι

Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.