μανάλι (το)
μεγάλη λαμπάδα ή ξύλινος κοντός με κερί ή καντήλι στην κορυφή, που χρησιμεύει για συνοδεία του ιερέα κατά την έξοδό του από το ιερό στον κυρίως ναό, αλλά και κατά την είσοδο του σ΄ αυτό. Επίσης τα μανάλια τα χρησιμοποιούν σε λιτανείες και άλλες ιερουργίες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μανάλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. manuale) = λαμπαδηφόρος κοντὸς (πρὸς συνοδείαν τῶν ἱερέων κατὰ τὰς ἐν τῷ ναῷ εἰσόδους καὶ ἐξόδους ὡς καὶ κατὰ τὰς λιτανείας).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μανουάλι
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας