Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μάμαλο (το)

  1. λέγεται για τους πολύ ηλικιωμένους ανθρώπους, αλλά και για τους νεότερους, τους μαλθακούς. φράση: “μωρέ μάμαλο … “
  2. μτφ: για τα όσπρια τα πολύ βρασμένα: “Τα φασολάκια μου έγιναν μάμαλο”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.