μάμαλο (το)
- λέγεται για τους πολύ ηλικιωμένους ανθρώπους, αλλά και για τους νεότερους, τους μαλθακούς. φράση: “μωρέ μάμαλο … “
- μτφ: για τα όσπρια τα πολύ βρασμένα: “Τα φασολάκια μου έγιναν μάμαλο”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!