μάλτζαμο (το)
το ευώδες και ιαματικό “μυριστικό” βάρσαμος – βάλσαμος.
Ένα γιατροσόφι λέγει: “Περί την φάγουσαν. Να πάρεις κοιλιά από αλουπού, να βάλεις δις (γρ. ιδίς) από αυτήν, και έτερον: πάρε ρίζα από αγούζαν και πλύνε τα καλά, βράστα με κρασί να μείνει το τρίτον και πλύνε την πληγήν και βάλε μπάλτζαμον απάνω με μπαμπάλι.”
Δημ. τραγούδι: “μανουσάκια στο ποτήρι / βάλσαμος στο παραθύρι”.