μαλινιάζω 07 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μαλ(ι)νιάζω (Ἰ. malignare) = ἐκνευρίζομαι ἐν τῇ ἀσχολίᾳ, ταλαιπωροῦμαι, πάσχω.