Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαλίνα (η)

γρίνια που οφείλεται σε κακή διάθεση που διαρκεί. “Τον έπιασε μια μαλίνα και κοντεύει να μας φάει όλους”.
Κατάρα: “Να σε πιάσ΄ κακή μαλινα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαλίν(ι)α (Ἰ. malignare) = κακοδιαθεσία ἔμμονος, ἐλαφρὸν ἔμμονον πυρέττιον, νευρικότης, κακουχία διαρκείας.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.