μαλαθράκι (το)
ασθένεια, κοινώς δροπίκι, δρόπικας, ύδρωψ.
Κατάρα: “Να βγάλ΄ς το δροπίκι”.
Είναι το αρχαίο μελανθράκι = μέλας άνθραξ. Σε γιατροσόφι, διαβάζομε: “Το πεντενεύρι ή πλατύφυλλον … Τα φύλλα του εις δάγκασμα σκύλου και το ανεμοπύρωμα … βρασμένα με ξίδι, αλάτι και φακή να πίνει δια τον δρώμικα και το νερόπιασμα“, “έτερον δια το μαλαθράκι, ήγουν την υδρωπικήν νόσον, οπού λέγουσι μαλαθράκι. Άλειψε την κεφαλήν με πολύν βούτυρον να κάμει αλειμμένο ένα μερόνυχτο και από εκείνο να βράσει σέσκλα άσπρα, με την οποίαν με αυτά να πλύνει το κεφάλι. Κι ας γεμίσει με αλισίβα έναν σκύφον (=πατηρι ξύλινο ή πέτρινο). Και τότε βάλε μέσα από την άνωθεν πέτραν ένα κομμάτι και άφ΄σε το μια ώρα και έπειτα ανακάτωσε την αλισίβα να γερανίσει και με τούτην την αλισίβα πλένε το κεφάλι έως δέκα μέρες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαλαθράκι /τὸ/ (μέλας-ἄνθραξ; Ἰ. maltrattare;) = ὕδρωψ, δρόπικας, δροπίκι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης