μαλαγανιά (η)
απατεωνιά, πονηράδα, κακότητα. φράση: “Την έκαμε τη μαλαγανιά του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαλαγανιὰ /ἡ/ (Ἰ. malignare) = πανουργία, ἐξαπάτησις, παραπλάνησις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης