μάειδε ή μούειδε, μάηδε και μάιδε
μήτε, ούτε. φράση: “Μάειδε που ξέρω τίποτε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μάηδε = μηδέ, μήτε, οὐδέ, οὔτε.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μάιδε. Ο Λάζαρης γράφει μάηδε ενώ ο Κοντομίχης μάειδε και μούειδε. Λέμε και μάδε. (Ο Φίλιντας, Β/175 μιλάει για τρισύλλαβους τύπους που έγιναν δισύλλαβοι). Έτσι: μη ουδέ-μιουδέ-μουϊδέ. Και σε μας μά(ι)δε.
Ο Κριαράς (σ. 853), μηδέ και (λαϊκότερα) μήδε, σύνδεσμος συμπλ. (άρνηση).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μάηδε = μήτε, οὔτε, δέν θέλω γώ τά πλούτη σου μάηδε τά καλά σου (οὔτε τά καλά σου).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής