μαγόνα ή μαόνα ή μαούνα
πλεούμενο, μικρή φορτηγίδα για μεταφορά προϊόντων και εμπορευμάτων σε αβαθή νερά. Ήταν σαν πλατιές και βαθιές βάρκες. Το φορτίο μιας μαγόνας λεγόταν μαγονιά ή μαουνιά.
Μαούνα είχε και η φαγάνα (βυθοκόρος) οσάκις ξέχωνε το αυλάκι του λιμανιού για τη μεταφορά της λάσπης. Αυτή όμως είχε ανοιγοκλείοντα πυθμένα. Ο κυβερνήτης της μαούνας λεγόταν μαουνιέρης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαγόνα /ἡ/ (Ἰ. maona, Τ. μαούνα) = ἄκατος ἐμπορευμάτων, φορτηγίς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης