Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαγκούφης

Μαγκούφης, § ἄθλιος, βλάξ, ἀνόητος.

Σημ. Οἱ σήμερον Ἀθηναῖοι τοὺς τοιούτους μάγκας καλοῦσι· μήπως ἡ λ. ἔχει σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ Μάνης (ὄν. δούλων ἐκ Φρυγίας παρ᾿ Ἀριστοφ.) καὶ τὸ κοῦφος = ἐλαφρὸς τὸν νοῦν.

βλ. και μαγκφιά, μαγκουφιά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.