μαγιάρω
καθαρίζω τα δίχτυα της τράτας από τα μικρόψαρα που πιάστηκαν και προσπαθώντας να διαφύγουν από τις τρύπες των διχτυών διαμελίστηκαν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαγιάρω (Ἰ. magagnare) = θανατοῦμαι εἰσχωρῶν μεταξὺ τῶν κενῶν τοῦ δικτύου. (λέγεται διὰ τοὺς μικροὺς ἰχθῦς οἱ ὁποῖοι εἰσχωροῦντες πρὸς διαφυγὴν μεταξὺ τῶν κενῶν τοῦ δικτύου στραγγαλίζονται κατὰ τὸ κλείσιμον αὐτῶν ποὺ προκαλεῖ ἡ ἕλξις τῆς τράτας).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης