μαέρεμα (το)
το μαγείρεμα γενικά, και ειδικά το μαγείρεμα των οσπρίων, αλλά και τα ίδια τα όσπρια.
φράση: “Τι φαγητό έχομε σήμερα;” – “Έβαλα λίγο μαέρεμα, φασόλια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μα(γ)έρεμα /τὸ/ = μαγείρευμα, μαγειρευμένον φαγητὸν ἐξ ὀσπρίων.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το μαγείρευμα, κυρίως οσπρίων. Οι λευκαδίτες Λάζαρης και Κοντομίχης ερμηνεύουν “μεγειρευμένον εξ οσπρίων φαγητό”.
Στην Καρυά όμως (και εδώ είναι το ιδίωμα) νοείται το προς (προορισμένο) φαγητό από όσπρια, λαθήρια, ρεβύθια, μπίζα, φακή, που αποτελούν την ετήσια “φαγούρα” του χωρικού. Εξασφάλισε λέμε, τη φαγούρα. Ή αυτό το τσουβάλι είναι μαέρεμα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Νίκος Σιδέρης -
Για μας στην Κατούνα μαείρεμα είναι το φαγητό γενικά, όχι μόνο το φαγητό από όσπρια, δηλαδή η λέξη μαείρεμα αντικατάστησε τη λέξη φαγητό.