λυγιά (η)
το δέντρο λυγαριά.
Τα φύλλα της λυγιάς έχουν θεραπευτικές ιδιότητες: “Έπαρε, ιατρέ, της λυγαριάς τα φύλλα και κοπάνησέ τα καλά, έπειτα βάλε βούτυρον, το αρκούν, να γένει ωσάν αλοιφή και άλειφε συχνά τες άνωθεν ασθένειες (εις λειχήναν και εις φλεματζιόνες διδύμων και εις έτερες σκληροσύνες του σώματος, τες θεραπεύει) και υγιαίνουσι” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 127).
Άγγ. Σικελιανός Αλαφρ. ΙΙ, 887: “Χρυσόφρυδη χρυσόφρυδη, / ω κρύα κερήθρα αμαύλιστη / σε μιας κορφής κλεισμένη / την αγερόχρωμη σπηλιά, / από θυμάρι, από λυγιά / και δρόσο μαζεμένη”.
Του ιδίου: ” Το πρωτοβρόχι: ο βάρσαμος ή το θυμάρι / η αφάνα ή η αλυγαριά;”
Τοπωνύμια: “στη Λυγιά” (Καλαμίτσι) και χωριό Λυγιά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(υ)γιὰ /ἡ/ = ἡ λύγος, ἡ λυγαριά.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λυγιὰ ἡ ἀλλαχοῦ καλουμένη λυγαρῃά. Π. ὅποιος διαβῇ ἀπὸ λυγιὰ καὶ δὲν κόψῃ κομμάτι κτλ. (ἰδ. Δίστιχ. 1ον).
Σημ. τὸ ἀρχ. λύγος.