λυχνάρα (η)
μεγάλο τετράγωνο και τετράφωτο λυχνάρι, λάτινο ή χάλκινο, που το χρησιμοποιούσαν στα παλιά λιτρουβειά. Τα 4 στόμια των γωνιών του, όπου έβαζαν το φιτίλι λαδιού, λέγονταν “τσίμπ(α)λο“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(υ)χνάρα /ἡ/ = τετράφωτος λυχνία ἐλαίου ἐκ τετραγωνικοῦ φύλλου χαλκοῦ, τσίγκου ἢ λευκοσιδήρου συνεπτυγμένου κατὰ τὰς γωνίας ἔνθα τοποθετοῦνται τὰ «τσίμπαλα» (αἱ ὑποδοχαὶ τῶν θρυαλλίδων).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λυχνάρα = μεγάλο λυχνάρι μέ τρεῖς, ἤ καί περισσότερες θέσεις γιά τό φυτίλι γιά πολύ περισσότερο φῶς.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής